απροσωποποίητος
Προφορά
Ετυμολογία
απροσωποποίητος ἀ στερητικό + προσωποποιώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απροσωποποίητος -η, -ο
✦ αυτός που δεν έχει προσωποποιηθεί: γυρεύει την όποια προσωποποιημένη ή απροσωποποίητη προστασία (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–