απροσωπία
Προφορά
Ετυμολογία
απροσωπία ἀ στερητικό + πρόσωπον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απροσωπία
✦ η ιδιότητα του απρόσωπου |(ιατρ.) ψυχοπάθεια κατά την οποία ο άρρωστος χάνει την αίσθηση της προσωπικότητάς του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–