απροστάτευτος
Προφορά
Ετυμολογία
απροστάτευτος μεταγενέστερη ελληνική ἀπροστάτευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απροστάτευτος -η, -ο
✦ ο χωρίς προστάτη, χωρίς προστασία: απόμειναν τα παιδιά του απροστάτευτα
✦ (ειδ.) ο αφύλαχτος, ανοχύρωτος: θέση απροστάτευτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προστατευμένος, οχυρωμένος
Επιρρήματα
απροστάτευτα