απροσπέλαστος
Προφορά
Ετυμολογία
απροσπέλαστος μεταγενέστερη ελληνική ἀπροσπέλαστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απροσπέλαστος -η, -ο
✦ που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, να τον ζυγώσει: απροσπέλαστη ακτή – έφτασε σε πρόσωπα πολύ ψηλά, απροσπέλαστα, βαρυσήμαντα στο έπακρο (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
απλησίαστος, απρόσιτος
Αντίθετα
προσπελάσιμος, προσιτός
Επιρρήματα
–