απούλητος


απούλητος
Προφορά

Ετυμολογία
απούλητος ἀ στερητικό + πουλώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ απούλητος -η, -ο

✦ που δεν πουλήθηκε, δε διατέθηκε στην αγορά: απούλητα εμπορεύματα

Συνώνυμα
αδιάθετος
Αντίθετα
πουλημένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.