αποφασιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
αποφασιστικός αποφασίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αποφασιστικός -ή, -ό
✦ τολμηρός, θαρραλέος
✦ κρίσιμος: αποφασιστική στιγμή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αναποφάσιστος, δισταχτικός, επιφυλακτικός
Επιρρήματα
αποφασιστικά (Κ αποφασιστικώς)