αποφασισμένος
Προφορά
Ετυμολογία
αποφασισμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος αποφασίζω
Ερμηνεία
αποφασισμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που πήρε ριψοκίνδυνη απόφαση: ήταν αποφασισμένος για όλα
✦ άρρωστος, καταδικασμένος κατά την κρίση των γιατρών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–