αποτύπωμα
Προφορά
Ετυμολογία
αποτύπωμα αρχαία ελληνική ἀποτύπωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αποτύπωμα
✦ απεικόνισμα που παίρνεται με πίεση
✦ δακτυλικό αποτύπωμα, απεικόνιση των θηλών των δακτύλων του χεριού, χρήσιμη στις εγκληματολογικές υπηρεσίες για τον καθορισμό της ταυτότητας ενός ατόμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–