αποτυχαίνω


αποτυχαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποτυχαίνω αρχαία ελληνική ἀποτυγχάνω

Ερμηνεία
ρήμα αποτυχαίνω

✦ δεν πετυχαίνω σε μια προσπάθεια, αστοχώ
✦ η μτχ. αποτυχημένος, -η, -ο ως επίθ., αυτός που δεν πέτυχε τίποτα το σημαντικό στη ζωή του, που αστόχησε στις επιδιώξεις του

Συνώνυμα

Αντίθετα
επιτυχημένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.