αποτυφλώνω


αποτυφλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποτυφλώνω αρχαία ελληνική ἀπο-τυφλόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αποτυφλώνω

✦ καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό
✦ προκαλώ θάμπωμα, ενόχληση στα μάτια: τα φώτα της ράμπας που αποτυφλώνουν και βυθίζουν την αίθουσα του θεάτρου στο σκότος (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) καθιστώ κάποιον ανίκανο να σκεφτεί λογικά, αποτρελαίνω: τον αποτύφλωσε η ζήλεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.