αποτυφλωτικός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αποτυφλωτικόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αποτυφλωτικός.mp3Ετυμολογίααποτυφλωτικός αποτυφλώνω Ερμηνεία└επίθετο┘ αποτυφλωτικός -ή, -ό ✦ αυτός που προκαλεί τύφλωση ✦ που προκαλεί θάμπωμα: φωτιά αποτυφλωτική Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–