αποτυπώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποτυπώνω αρχαία ελληνική ἀποτυποῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποτυπώνω
✦ παίρνω το απεικόνισμα ενός αντικειμένου με πίεση
✦ (μτφ. ) παρουσιάζω παραστατικά
✦ διατηρώ ζωηρά στη μνήμη μου: έχω αποτυπώσει για πάντα τη μορφή της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–