απολογητικός
Προφορά
Ετυμολογία
απολογητικός αρχαία ελληνική ἀπολογητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απολογητικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την απολογία
✦ το θηλ. απολογητική ως ουσ., κλάδος της θεολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης την υπεράσπιση των χριστιανικών αληθειών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απολογητικά (Κ απολογητικώς)