απολογήτρια


απολογήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
απολογήτρια απολογούμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο απολογήτρια

✦ θηλ. απολογήτρια συνήγορος
✦ συγγραφέας έργου απολογητικού, υπερασπιστής των χριστιανικών αληθειών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.