απολιθώνω


απολιθώνω
Προφορά

Ετυμολογία
απολιθώνω αρχαία ελληνική ἀπολιθόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα απολιθώνω

✦ μεταβάλλω κάτι σε πέτρα
(μτφ. ) κάνω κάποιον να μείνει ακίνητος και άφωνος σαν την πέτρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.