απολεύκανση


απολεύκανση
Προφορά

Ετυμολογία
απολεύκανση απολευκαίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απολεύκανση

✦ η τέλεια λεύκανση, το να γίνει κάτι ολόλευκο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.