απολείπω
Προφορά
Ετυμολογία
απολείπω αρχαία ελληνική ἀπολείπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απολείπω
✦ λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω: ποτέ δεν του απέλιπε το θάρρος (Γ. Σεφέρης) – το λιβανωτό στην εξουσία δεν απολείπει (Αντί)
✦ αφήνω, εγκαταλείπω: αλλά την ψυχή τους δεν την απόλειπε η ελπίδα (Π. Πρεβελάκης)
✦ (μέσ.) απολείπομαι, απουσιάζω, απέχω: απολειπόμενος κατηγορούμενος
✦ υστερώ, βρίσκομαι σε κατώτερη μοίρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–