απολίτευτος
Προφορά
Ετυμολογία
απολίτευτος αρχαία ελληνική ἀπολίτευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απολίτευτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν αναμιγνύεται στα πολιτικά, που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή
✦ ο ακατάλληλος για να πολιτεύεται
✦ απολίτιστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–