απολήψιμος
Προφορά
Ετυμολογία
απολήψιμος αρχαία ελληνική └ουσ┘ ἀπόληψις (= παραλαβή)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απολήψιμος -η, -ο
✦ αυτός τον οποίο μπορεί να εισπράξει κανείς ως οφειλόμενο: απολήψιμα έξοδα
✦ αυτός τον οποίο μπορεί να αποσύρει κανείς για να καταναλωθεί: απολήψιμα αποθέματα νερού (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–