απολέπιση
Προφορά
Ετυμολογία
απολέπιση απολεπίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απολέπιση
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απολεπίζω
✦ (ειδ.) πτώση του εξωτερικού στρώματος της επιδερμίδας από νοσηρή αιτία
Συνώνυμα
ξεφλούδισμα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–