απεξάρτηση


απεξάρτηση
Προφορά

Ετυμολογία
απεξάρτηση από + εξάρτηση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απεξάρτηση

✦ απαλλαγή από εξάρτηση, από εθισμό (κυρίως για ναρκωτικές ή διεγερτικές ουσίες)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.