απεμπολώ


απεμπολώ
Προφορά

Ετυμολογία
απεμπολώ αρχαία ελληνική ἀπεμπολάω

Ερμηνεία
ρήμα απεμπολώ -άς, -ά

✦ πουλώ, εμπορεύομαι κάτι που έχει ιερό χαρακτήρα ή υψηλό περιεχόμενο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.