απεμπολή


απεμπολή
Προφορά

Ετυμολογία
απεμπολή απεμπολώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απεμπολή

✦ απεμπόληση (βλ. λ.) : η απεμπολή των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.