απεμπλέκω


απεμπλέκω
Προφορά

Ετυμολογία
απεμπλέκω από + εμπλέκω

Ερμηνεία
ρήμα απεμπλέκω

✦ απαλλάσσω από μπλέξιμο, από δυσάρεστη κατάσταση: η καθιέρωση της απλής αναλογικής είναι δημοκρατικό αίτημα… για να απεμπλακεί ο τόπος από το διπολισμό (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.