απελπιστικός


απελπιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
απελπιστικός απελπίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απελπιστικός -ή, -ό

✦ ικανός να προκαλέσει απελπισία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
απελπιστικά (Κ απελπιστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.