απελπίζω


απελπίζω
Προφορά

Ετυμολογία
απελπίζω αρχαία ελληνική ἀπελπίζω

Ερμηνεία
ρήμα απελπίζω

✦ κάνω κάποιον να χάσει κάθε ελπίδα
✦ (μέσ.) απελπίζομαι, χάνω τις ελπίδες μου, βρίσκομαι σε απόγνωση: και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα
αποθαρρύνομαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.