απεκδύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
απεκδύομαι μεταγενέστερη ελληνική ἀπ-εκδύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απεκδύομαι
✦ αφαιρώ τα ενδύματά μου, γδύνομαι
✦ (μτφ. ) ρίχνω από πάνω μου, ρίχνω μακριά από μένα: απεκδύομαι κάθε ευθύνης για όσα συμβούν
✦ επιλαμβάνομαι, επιχειρώ κάτι: απεκδύεται στον αγώνα – το έργο κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–