απειροστός
Προφορά
Ετυμολογία
απειροστός τακτικό αριθμ. του άπειρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απειροστός -ή, -ό
✦ ο απείρως μικρός, απείρως ελάχιστος
✦ το ουδ. το απειροστό(ν) ως ουσ., (μαθημ.) μεταβλητή ποσότητα που τείνει προς το μηδέν αλλά δε μηδενίζεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–