απέκκριση


απέκκριση
Προφορά

Ετυμολογία
απέκκριση απεκκρίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απέκκριση

✦ φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού κατά την οποία διαχωρίζονται και αποβάλλονται διά των απεκκριτικών οργάνων (πνεύμονες, δέρμα, νεφροί, συκώτι, παχύ έντερο) οι μη χρήσιμες ή επιβλαβείς ουσίες που είτε είναι προϊόντα του μεταβολισμού είτε δημιουργούνται από εξωγενείς παράγοντες (φάρμακα κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.