αξιοθέατος


αξιοθέατος
Προφορά

Ετυμολογία
αξιοθέατος αρχαία ελληνική ἀξιοθέατος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αξιοθέατος -η, -ο

✦ ο άξιος θέας, που αξίζει να τον δει κανείς: είναι η μοναδική αξιοθέατη μεριά
✦ ουδ. τα αξιοθέατα ως ουσ., μνημεία ή τοπία που αξίζει να τα επισκεφθεί κανείς, να τα δει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.