αξιοζήλευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αξιοζήλευτος άξιος + ζηλευτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αξιοζήλευτος -η, -ο
✦ άξιος να τον ζηλεύει κανείς, ζηλευτός: αξιοζήλευτη θέση – είχε επιδείξει μιαν επιμέλεια αξιοζήλευτη (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αξιοζήλευτα (Κ αξιοζηλεύτως):προόδευσε αξιοζήλευτα