ανώμαλος


ανώμαλος
Προφορά

Ετυμολογία
ανώμαλος αρχαία ελληνική ἀνώμαλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανώμαλος -η, -ο

✦ ο μη ισόπεδος, ανομοιόμορφος ή τραχύς: ανώμαλη επιφάνεια
✦ ταραχώδης, έκρυθμος: ανώμαλη η κατάσταση μετά το πραξικόπημα
✦ ο πραγματοποιούμενος υπό όχι ομαλές συνθήκες: ανώμαλη προσγείωση
✦ (για πρόσ.) ο μη φυσιολογικός διανοητικά, ψυχικά ή σεξουαλικά
✦ (γραμμ.) που σχηματίζεται παρά τους κανόνες: ανώμαλα ρήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανώμαλα (Κ ανωμάλως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.