ανώγι


ανώγι
Προφορά

Ετυμολογία
ανώγι μεσαιωνική ελληνική ἀνώγιν

Ερμηνεία
ανώγι

✦ (Κ ανώγαιον) το πάνω πάτωμα σπιτιού: είχε το κατώι, όπου ήταν το κελάρι κι η κουζίνα, και μιαν πέτρινη σκάλα που σ’ ανέβαζε στο ανώι (Π. Πρεβελάκης)
✦ (παροιμ. φρ.) με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, για κάποιον που αεροβατεί, που δεν είναι προσγειωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
κατώγι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.