ανύψωτος


ανύψωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανύψωτος αν- στερητικό + υψώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανύψωτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν υψώθηκε ή δεν επιδέχεται ανύψωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.