ανύψωτος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ανύψωτοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/ανύψωτος.mp3Ετυμολογίαανύψωτος αν- στερητικό + υψώνω Ερμηνεία└επίθετο┘ ανύψωτος -η, -ο ✦ αυτός που δεν υψώθηκε ή δεν επιδέχεται ανύψωση Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–