ανύσταχτος


ανύσταχτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανύσταχτος ἀ στερητικό + νυστάζω

Ερμηνεία
ανύσταχτος

✦ κ. ανύσταγος, -η, -ο επίθ. (Κ ανύστακτος, -ος, -ον) που δε νυστάζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.