ανυφαντό


ανυφαντό
Προφορά

Ετυμολογία
ανυφαντό ανυφαίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ανυφαντό

✦ ύφασμα, το υφαντό: μαστορέψανε για σε πρωτομαστόροι στον τοίχο, στο ψηφιδωτό, στ’ ανυφαντό, στην πέτρα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.