ανυφαντής
Προφορά
Ετυμολογία
ανυφαντής από το αρχαία ελληνικό ρήμα ἀνυφαίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανυφαντής
✦ θηλ. ανυφάντρα επαγγελματίας υφαντής: έβλεπε το φούρνο να την προσμένει πώς βλέπει η ανυφάντρα τον αργαλειό (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–