ανυποψίαστος


ανυποψίαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανυποψίαστος ἀ στερητικό + υποψιάζομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανυποψίαστος -η, -ο

✦ που δεν υποψιάζεται ή δεν έχει υποψιαστεί
✦ που δε δημιουργεί υποψίες: είν’ όλα ανυποψίαστα μέσα σ’ αυτό το σπίτι (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα
ανύποπτος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ανυποψίαστα (Κ ανυποψιάστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.