ανυποταγή
Προφορά
Ετυμολογία
ανυποταγή μεσαιωνική ελληνική ἀνυποταγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανυποταγή
✦ έλλειψη ή άρνηση υποταγής, απείθεια: εκδηλώνει… την ανυποταγή του στις οπισθοδρομικές κοινωνικές αντιλήψεις (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–