ανυποστήρικτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανυποστήρικτος ἀ στερητικό + υποστηρίζω
Ερμηνεία
ανυποστήρικτος
✦ κ. -χτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) ο χωρίς υποστήριγμα: ανυποστήρικτος τοίχος
✦ (συνεκδ.) αβοήθητος, χωρίς ηθική στήριξη: μόνο κι ανυποστήριχτο παιδί
✦ που δεν υποστηρίχθηκε με επιχειρήματα, ενέργειες κτλ.: ένσταση ανυποστήρικτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–