αντεπίτροπος
Προφορά
Ετυμολογία
αντεπίτροπος αρχαία ελληνική ἀντεπίτροπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αντεπίτροπος
✦ ο αναπληρωτής επιτρόπου
✦ στη στρατιωτική δικαιοσύνη, αυτός που εκτελεί καθήκοντα αντίστοιχα προς τα καθήκοντα του αντεισαγγελέα της πολιτικής δικαιοσύνης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–