ανομοιόσχημος
Προφορά
Ετυμολογία
ανομοιόσχημος μεταγενέστερη ελληνική ἀνομοιόσχημος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανομοιόσχημος -η, -ο
✦ αυτός που διαφέρει κατά το σχήμα από άλλον
✦ ο αποτελούμενος από μέρη που δεν έχουν το ίδιο σχήμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–