ανομοθέτητος


ανομοθέτητος
Προφορά

Ετυμολογία
ανομοθέτητος αρχαία ελληνική ἀνομοθέτητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανομοθέτητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν θεσπίστηκε με νόμο, ο μη νομοθετημένος
✦ αυτός που δεν έχει ανάγκη νομοθεσίας, που δεν χρειάζεται αναγνώριση από το νόμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανομοθέτητα (Κ ανομοθετήτως), χωρίς θέσπιση νόμων

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.