ανομία
Προφορά
Ετυμολογία
ανομία αρχαία ελληνική ἀνομία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανομία
✦ η έλλειψη έννομης τάξεως
✦ παράβαση νόμου: την αρχή την είχε κάμει η προδοσία του Ιούδα, και το έργο του το τελειώσαν η ανομία και το μίσος (Π. Πρεβελάκης)
✦ αμαρτία: μα κανείς δε μετάνιωνε για τις ανομίες του (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
αδικία, παρανομία
Αντίθετα
ευνομία
Επιρρήματα
–