ανοιχτός
Προφορά
Ετυμολογία
ανοιχτός μεταγενέστερη ελληνική ἀνοικτός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανοιχτός -ή, -ό
✦ ανοιγμένος: ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου (Διον. Σολωμός)
✦ ανοιχτή επιστολή, επιστολή που απευθύνεται στον παραλήπτη από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας: η ανοιχτή επιστολή των καθηγητών προς τον Πρωθυπουργό προκάλεσε σάλο
✦ πλατύς, ελεύθερος: ανοιχτός ορίζοντας
✦ όχι σκούρος
✦ ανθισμένος
✦ ευπροσήγορος, εύθυμος: ανοιχτή καρδιά
✦ οφειλέτης: είναι ανοιχτός (έχει παθητικό)
✦ φρ. μένω με το στόμα ανοιχτό, δοκιμάζω μεγάλη έκπληξη, μένω εμβρόντητος – παίζω μ’ ανοιχτά χαρτιά, δεν αποκρύπτω τους σκοπούς μου, είμαι ειλικρινής – ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο – έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς, να διευθετήσουμε διαφορές ή εκκρεμότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κλειστός
Επιρρήματα
ανοιχτά