ανοιχτόμυαλος
Προφορά
Ετυμολογία
ανοιχτόμυαλος ανοιχτός + μυαλό
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανοιχτόμυαλος -η, -ο
✦ έξυπνος, ευφυής
✦ αυτός που κρίνει ή ενεργεί με ανοιχτό μυαλό, χωρίς να δεσμεύεται από προκαταλήψεις ή ταμπού, ξύπνιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
στενοκέφαλος
Επιρρήματα
–