ανοιχτοχέρης
Προφορά
Ετυμολογία
ανοιχτοχέρης ανοιχτός + χέρι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανοιχτοχέρης -α, -ικο
✦ σπάταλος, που ξοδεύει ασυλλόγιστα: γενικά ήτανε πολύ ανοιχτοχέρης. Χαλούσε τον παρά αλογάριαστα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
απλοχέρης
Αντίθετα
σφιχτοχέρης
Επιρρήματα
ανοιχτόχερα κ.ανοιχτοχέρικα