ανθρωπιά


ανθρωπιά
Προφορά

Ετυμολογία
ανθρωπιά άνθρωπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανθρωπιά

✦ συμπεριφορά, στάση που ταιριάζει σε αληθινό, σε ψυχικά καλλιεργημένο άνθρωπο
✦ γεν. της ανθρωπιάς, ως επίθ., ανεκτός, αρκετά καλός: δεν έχω ρούχο της ανθρωπιάς να φορέσω

Συνώνυμα

Αντίθετα
απανθρωπιά
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.