ανθρωπίλα


ανθρωπίλα
Προφορά

Ετυμολογία
ανθρωπίλα άνθρωπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανθρωπίλα

✦ η μυρωδιά που αναδίνεται από το ανθρώπινο σώμα, ιδίως η δυσάρεστη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.