ανεκδοτικός


ανεκδοτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανεκδοτικός ανέκδοτον, └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ανέκδοτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεκδοτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τα ανέκδοτα, που λέγεται ή γράφεται με ανέκδοτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.